σκαλιστικός

σκαλιστικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στο σκάλισμα: Του χρειάζονται φέτος καινούρια σκαλιστικά εργαλεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαλιστικός — ή, ό, Ν [σκαλίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκάλισμα ή στον σκαλιστή («σκαλιστικά εργαλεία») 2. χρήσιμος για το σκάλισμα («σκαλιστική μηχανή») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκαλιστικά η χρηματική αμοιβή τού εργάτη που έκανε το σκάλισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”